ζευγοποίηση

ζευγοποίηση
και ζευγοποιία, η (Α ζευγοποιΐα)
νεοελλ.
η κατάταξη σε ζεύγη, ο σχηματισμός ζεύγους, το ζευγάρωμα
αρχ.
(για αυλούς) η κατασκευή επιστομίων για διπλό αυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + -ποίηση ή -ποιία (< ποιώ), πρβλ. γονιμο-ποίηση, γεφυρο-ποιία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”